Επίλογος - Μια Φιλία
Το μόνο πράγμα που μας διδάσκει ο θάνατος είναι πως είναι επείγον να αγαπήσουμε.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΜΙΑ ΦΙΛΙΑ
Του Θόδωρου Αγγελόπουλου
Πώς γεννιέται μια φιλία;
Ίσως όπως γεννιέται ένας έρωτας: ξαφνικά. Άγνωστο τι την καθορίζει. Ποιες λέξεις, ποιά κίνηση. Ποια εμπιστοσύνη. Η φιλία με τον Βασίλη ξεκίνησε έτσι, τότε, το ‘65, στη «Δημοκρατική Αλλαγή» όπου ήδη δούλευε, τρόπος του λέγειν, ως κριτικός κινηματογράφου.
Έφυγε η Τώνια Μαρκετάκη να πάει στο «Βήμα», και πήρε τη θέση της ο Βασίλης. Πρώτες παθιασμένες συζητήσεις φεύγοντας αργά από την εφημερίδα. Ν’ αλλάξουμε τον κινηματογράφο, τον Ελληνικό, σαν να λέμε ν αλλάξουμε τον κόσμο.
Γίνεται; Πώς δε γίνεται. Ποιοι είμαστε; Αφελείς πολιορκητές του ουρανού. Περπατήματα στην νυχτερινή Αθήνα. Τσιγάρα. Αποχωρισμοί στο ξημέρωμα.
Ο Βασίλης είχε αποδεχθεί ότι ο ρόλος του ήταν η κριτική κι ο στοχασμός πάνω στον κινηματογράφο. Κι όχι μόνο.
Είχα αποφασίσει ότι ο ρόλος μου ήταν πίσω από μια κάμερα. Μαγικά χρόνια αναμονής Κι ονείρου. Δουλέψαμε μαζί μέχρι το 67.
Με τη δικτατορία μπήκε στην εφημερίδα η στρατιωτική αστυνομία Και τα διέλυσε όλα, κι ο Βασίλης είχε τις γνωστές του περιπέτειες με την Ασφάλεια. Χαθήκαμε και ξαναβρεθήκαμε καιρό αργότερα, για να ριχτούμε στο στήσιμο ενός κινηματογραφικού περιοδικού, Του «Σύγχρονου Κινηματογράφου». Για να είμαστε ειλικρινείς, ο Βασίλης το έστησε. Όλη η δουλειά από το χέρι του πέρναγε. Κι όλη η ευθύνη πάνω του. Το περιοδικό αυτό έμελλε να γίνει το κεντρικό όργανο του λεγόμενου Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, γιατί συγκέντρωσε όλους τους νέους κινηματογραφιστές της εποχής, όλον τον κόσμο του κινηματογράφου. Μεσούσης της δικτατορίας. χρησίμευε ως τόπος συγκέντρωσης, αντίστασης και ρήξης προς δύο κατευθύνσεις: πολιτικά, σε σχέση με τη χούντα. αλλά και προς αναζήτηση ενός ουσιαστικά «άλλου» Κινηματογράφου ενός «νέου» κινηματογράφου, που θα συμπορευόταν τόσο θεματικά όσο και «γλωσσικά», με τα ρεύματα που κυριαρχούσαν εκείνη τη στιγμή όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και σ’ όλον τον κόσμο. Κι αυτό το στήριξε φανατικά ο Βασίλης, μέχρι τη μέρα που παρέδωσε το περιοδικό σε κάποιους νεώτερους και αποχώρησε.
Τα πράγματα, όμως, δεν εξελίχθηκαν όπως τα περιμέναμε, ούτε με τον ελληνικό Κινηματογράφο ούτε με την πολιτική.
Πέρασε ο καιρός, γίναμε ό,τι γίναμε και οι δυο.
Η φιλία, όμως, στα χρόνια που ακολούθησαν, κράτησε την παιγνιώδη συνενοχή που τη χαρακτήριζε απ’ την αρχή.
Σ’ ένα αυτοκίνητο που κατέβαινε την Κηφισίας, πήρα το μήνυμα ότι ήταν στην εντατική.
Τον πρόλαβα ν’ ανασαίνει.
Πόσο; ρώτησα το γιατρό.
Ώρες.
Το πρόσωπό του ήταν χλωμό, αλλά η έκφραση, ίδια: αγέρωχη Και παράξενα τρυφερή. Ένας ζεστός άνεμος φυσούσε στο νεκροταφείο έξω από την Πάτρα, όπου τελικά τον έθαψαν. Την ώρα που έκλειναν το φέρετρο για να τον κατεβάσουν, ένα κόκκινο γαρίφαλο ξέφυγε από τ’ άλλα λουλούδια, πέρασε απ’ τα μάτια του κι έμεινε εκεί πλάι. Το φέρετρο κατέβηκε στο χώμα μ’ ένα γαρίφαλο που έφεγγε στο πρόσωπό του.
«Για κοίτα» σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή, «ο Βασίλης φεύγει μ’ ένα γαρίφαλο στ αφτί.».
Και χαμογέλασα.
Ετικέτες Αγγελόπουλος, θάνατος, Ραφαηλίδης, φιλία