ΒΡΩΜΙΚΟ ΜΕΛΙ
Κάθομαι στην πολυθρόνα μπροστά στο ξεχειλισμένο από έγγραφα γραφείο του. Απόρησα όταν μου τηλεφώνησε και μου ζήτησε να τον επισκεφτώ στο γραφείο που διατηρεί στο 85 της οδού Τσιμισκή. Μα τώρα είναι που δεν καταλαβαίνω απολύτως τίποτα. Υπολόγιζα μέχρι πριν λίγες μέρες να αντικαταστήσω το σαραβαλάκι μου με ένα πιο καινούργιο από το παζάρι μεταχειρισμένων αυτοκινήτων. Το πορτοφόλι μου δεν άντεχε στην αγορά κάποιου ολοκαίνουργιου μοντέλου. Τώρα στέκομαι εδώ, αδυνατώντας να πιστέψω αυτό που λίγο πριν άκουσα. «Αυτά είναι δικά σας κύριε Σωτηρόπουλε». Α υ τ ά ! Η επιταγή και το γράμμα. Δεν χρειάστηκε να ρωτήσω πώς, γιατί κι από ποιον. Τα μάτια μου κάνανε όλες τις ερωτήσεις μαζί. «Δεν έχω να σας πω τίποτ’ άλλο. Ότι θέλετε να μάθετε το περιέχει ο κλειστός φάκελος», η απάντηση. Προσπάθησα αμέσως να τον ανοίξω. «Όχι εδώ σας παρακαλώ. Είναι δικός σας και ο φάκελος και ο χρόνος. Θα σας παρακαλούσα να κάνετε λίγη υπομονή και να λύσετε τις απορίες σας όταν μείνετε μόνος. Χάρηκα για την γνωριμία. Σε καλή μεριά και ζωή σε λόγου σας.»
Δεν κατάλαβα αν εκτελούσε εντολή της νεκρής ο κ. Κεχαγιάς ή αν εξαιτίας του κόσμου που περίμενε στο χώρο υποδοχής του γραφείου του βιαζόταν να με διώξει. Ήταν το τελευταίο που με απασχολούσε όμως. Χαιρέτησα και βγήκα από το γραφείο του. Χωρίς χαρά; Ψέματα! Χωρίς λύπη; Ψέματα! Δεν ξέρω ποιο συναίσθημα ζωγραφίζεται στο πρόσωπο μου. Όλα τα ακολουθεί ένα τεράστιο ερωτηματικό. Αποσβολωμένος. Στα είκοσι οχτώ μου χρόνια με μια ανεξήγητη περιουσία και μια ακόμη πιο ανεξήγητη απουσία στα χέρια μου.
Αντιστάθηκα στον πειρασμό να σκίσω γρήγορα τον φάκελο και να τα μάθω όλα έξω από το γραφείο του συμβολαιογράφου. Κατέβηκα γρήγορα τις σκάλες-που να περιμένω τέτοια ώρα το ασανσέρ- και βρέθηκα στην πολύκοσμη Τσιμισκή. Με βήμα βιαστικό περπάτησα, έστριψα δεξιά στην Αγίας Σοφίας, κάθισα στο πρώτο καφέ που βρήκα μπροστά μου στην παραλία. Παρήγγειλα έναν διπλό εσπρέσο και περίμενα ανυπόμονα να πιω την πρώτη γουλιά και ν ανοίξω επιτέλους το φάκελο που ίδρωνε στα δάχτυλα μου. Ήρθε ο καφές μου. Άναψα τσιγάρο. Ήπια μια γουλιά και έσκισα το φάκελο με προσοχή να μη σκιστεί το περιεχόμενο.
Χαμπίμπι,
ο θεός που ορίζει τις μοίρες των ανθρώπων όρισε και την δική μου. Τη δική σου την όρισα εγώ, στο μέτρο που μπόρεσα, χωρίς να είμαι θεός αλλά κι αυτό θέλημα θεού ήταν.
Θα έχεις ακούσει για το ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη. Στην εφηβεία μου νόμιζα ότι μιλούσαν για τον πατέρα μου. Έναν κηφήνα που μπεκρόπινε στα καφενεία της οδού, από το μεσημέρι νωρίς ως αργά το βράδυ, παριστάνοντας το γόη. Ένα παράσιτο στο σπίτι, στην Κυψέλη, στη ζωή μου. Για όλα αυτά που τον κατηγορώ τον έχω συγχωρέσει. Οι νεκροί δικαιώνονται κι εγώ με το θεό δεν τα βάζω πια για να με συγχωρέσει , τουλάχιστον τώρα που πάω κοντά του, για όσες αμαρτίες έχω κάνει.
Η μάνα μου εργάτρια στο εργοστάσιο του Μουζάκη που έφτιαχνε τις κλωστές «Πεταλούδα» κάπου στον Κηφισό. Από τις έξι το πρωί ως τις τέσσερις το μεσημέρι. Εργάτρια και το απόγευμα, καθάριζε σκάλες κι έκανε τη λάντζα στα ίδια μαγαζιά που διασκέδαζε ο πατέρας μου ως αργά το βράδυ. Παραδομένη κι αυτή στη μοίρα που της όρισε ο θεός κι ελπίζω να τη συγχώρεσε για τις αμαρτίες που δεν έκανε.
Εγώ ήμουν η βασίλισσα του σπιτιού. Μια βασίλισσα που μεγάλωνε μόνη της σχεδόν. Το σχολείο το παράτησα όταν τέλειωσα το δημοτικό. Στην εφηβεία μου ήμουν η νοικοκυρά που έλειπε από το σπίτι. Δεν ήθελε η μάνα μου να βγω στη δουλειά δώδεκα χρονών παιδί. Μα ήταν γραφτό, σ’ αυτό το σπίτι να λείπει η νοικοκυρά. Τον ρόλο που ανέλαβα ακούσια, τον έφερνα σε πέρας όπως όπως μέχρι να ξυπνήσει ο πατέρας μου και να πάρει τους δρόμους.
Μεγαλώνοντας όμως, από βασίλισσα του σπιτιού προτίμησα τον τίτλο βασίλισσα της γειτονιάς αρχικά και μετά της Κυψέλης. Έγινα γυναίκα στα δεκαπέντε μου. Μέσα στο σπίτι μου. Από τον μανάβη της γειτονιάς που με βοήθησε ένα μεσημεράκι να κουβαλήσω τα ψώνια. Δεν χρειάστηκε να πάω ξανά στο μανάβικο. Ερχόταν ο μανάβης Δευτέρα και Τετάρτη μεσημέρι που έκλεινε το μανάβικο και μου έφερνε μόνος φρούτα και λαχανικά φρέσκα χωρίς μάλιστα να μου παίρνει δραχμή. Μόνο που πλαγιάζαμε μαζί για δέκα λεπτά του έφτανε. Μετά κάθε Τρίτη και Πέμπτη ερχόταν και ο μπακάλης και μου έφερνε τυριά, αλλαντικά, ζυμαρικά και όσπρια. Αργότερα προστέθηκε και ο κρεοπώλης. Κάθε Παρασκευή βραδάκι μόνο, γιατί είχε ζηλιάρα γυναίκα. Κανείς δεν μου έπαιρνε δραχμή. Τα Σαββατοκύριακα όμως ήταν δικά μου. Χαιρόμουν να διδάσκω όσα μάθαινα τις καθημερινές στα αγόρια της ηλικίας μου και να ξοδεύω τα χρήματα που μου έδινε η μητέρα μου για τα ψώνια μαζί τους.
Στα δεκαεφτά μου έμεινα έγκυος. Το κατάλαβα στον τρίτο μήνα. Το είπα κλαίγοντας στη μάνα μου. Αυτή το είπε κλαίγοντας στον πατέρα μου. Κι αυτός κλαίγοντας, θυμωμένος που τον ατίμασα, με πέταξε έξω από το σπίτι. Έφυγα από την Κυψέλη. Έφυγα από την Αθήνα. Είχα μια παλιά συμμαθήτρια, φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη. Δεν είχα που αλλού να πάω. Πήγα. Μοιραζόταν μια γκαρσονιέρα στη Φιλίππου μ’ έναν ξάδερφό της επίσης φοιτητή. Δεν μπορούσε να με φιλοξενήσει. Η σπιτονοικοκυρά της όμως, σκέφτηκε κι άστραψαν τα μάτια της, δέκα χρόνια παντρεμένη δεν μπορούσε να κάνει παιδί και σκεφτόταν να υιοθετήσει. Πήγαμε μαζί επίσκεψη. Χάρηκε που με γνώρισε. Μου νοίκιασε μια γκαρσονιέρα και ανέλαβε όλα τα έξοδα της εγκυμοσύνης μου. Έβαλε κι αυτή ένα μαξιλάρι στην κοιλιά της, που όλο και το γέμιζε βαμβάκι όσο περνούσαν οι μήνες. Στο νοσοκομείο μπήκαμε μαζί. Στον αστερισμό των Διδύμων. Αυτή βγήκε μ’ ένα υγιέστατο αγοράκι στην αγκαλιά της και χωρίς το μαξιλάρι. Εγώ βγήκα χωρίς κοιλιά και χωρίς μωρό. Πέθανε από πνιγμό στη γέννα έγραφε το εξιτήριο μου.
Με τα χρήματα που πήρα έζησα κάποιους μήνες ακόμα στη Θεσσαλονίκη. Μια φορά την εβδομάδα πήγαινα επίσκεψη στη σπιτονοικοκυρά της συμμαθήτριας μου κι έβλεπα το μωρό της. Τα χρήματα μου γρήγορα τέλειωσαν. Έπιασα δουλειά σ΄ ένα μπαράκι στο Βαρδάρι. Μετά έγινα χορεύτρια στο Αρτζεντίνα, το στριπτιζάδικο της περιοχής. Έφυγα στο Κάιρο. Περισσότερα λεφτά, καλύτερη τύχη. Από κει στο Τέλ Αβίβ. Μετά στο Ριαντ. Είκοσι πέντε χρόνια ψιθύριζα όταν πήγαινα για ύπνο «αλ χάμντου λιλά». Συνήθεια της μάνας μου να ψιθυρίζει κι αυτή «δόξα σοι ο θεός» πριν κοιμηθεί.
Μια μέρα ξύπνησα και είπα «Αλλάχ άκμπαρ», μεγάλος ο θεός, κι αποφάσισα να γυρίσω στην Ελλάδα. Η αγαπημένη Γιουνανία των αράβων, είχε μεγαλώσει πια. Άλλες πιο μικρές, πιο όμορφες, από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ είχαν πάρει πια τα σκήπτρα μέσα από τα χέρια μου.
Επέστρεψα στην Αθήνα στα μέσα του Μάη. Η πεθυμιά με οδήγησε στην Κυψέλη. Στην παλιά μου κυψέλη. Στο δικό μου βασίλειο. Όλα αγνώριστα. Άνθρωποι, δρόμοι, μαγαζιά. Όλα αγνώριστα. Κάθισα να πιω ένα ποτό εκεί που ήταν παλιά το μπακάλικο. Τον Δημήτρη τον αναγνώρισα σχεδόν αμέσως μόλις μπήκε μέσα στο μαγαζί. Ο καλύτερος μαθητής από τους συμμαθητές μου, ο καλύτερος μαθητής από τους συνομήλικους εραστές μου. Γιατρός πια, παντρεμένος με δύο γιους φοιτητές κι αυτοί στην Ιατρική Αθηνών. Αφού θυμηθήκαμε όσα χρόνια τώρα προσπαθούσα να ξεχάσω, ανανεώσαμε το ραντεβού για το ιατρείο του. Εδώ και αρκετό καιρό αισθανόμουν έναν πόνο δεξιά στην κοιλιά. Όταν τον επισκέφτηκα στο ιατρείο, αφού με ψηλάφισε στο σημείο που ένιωθα την ενόχληση, προσπαθώντας να διασκεδάσει την ανάμνηση των συναντήσεων μας με άνοστα αστεία, τον είδα σκεφτικό και ανήσυχο. Με παρέπεμψε για εξετάσεις. Τα αποτελέσματα μαύρα. Η ηπατίτιδα C προκάλεσε καρκίνο στο συκώτι. Προχωρημένο στάδιο. Προβλέψιμο ζωής; Κάτι μήνες.
Ανέβηκα Θεσσαλονίκη. Είχα τάμα ν’ ανάψω ένα κεράκι στην Παναγία Δέξια. Για δέκα ημέρες γυρνούσα στις γειτονιές που περπάτησα. Για δέκα βράδια ερχόμουν στο μπαρ που δουλεύεις. Ουίσκι με μια κουταλιά μέλι. Η πιο γλυκιά θεραπεία στο κακό που με βρήκε. Θυμάσαι πόσο παράξενο σου είχε φανεί την πρώτη μέρα; Ικανοποίησες την επιθυμία μου παίρνοντας δανεικό, από το διπλανό καφέ, ένα βαζάκι μέλι. Γίναμε φίλοι του δεκαήμερου. Μου μίλησες για σένα και πίναμε παρέα ως αργά. Την τρίτη μέρα με κέρασες κι ένα κομματάκι τούρτα γα τα γενέθλια σου. Δίδυμος. Σου ευχήθηκα και σου ζήτησα αν μπορώ να σε φιλήσω. Έπιασα το πρόσωπο σου μες στα χέρια μου και σε φίλησα τρεις φορές στα μάγουλα. Έτσι φιλιούνται οι άραβες. Δεν ήρθα ενδέκατη φορά. Ο ίκτερος με ανάγκασε να μπω στο νοσοκομείο. Εδώ σου γράφω αυτό το γράμμα το οποίο και θα παραδώσω στον συμβολαιογράφο κ. Κεχαγιά να στο δώσει όταν έρθει η ώρα. Μαζί και μια επιταγή με εκατό πενήντα χιλιάδες δολάρια. Το μέλι που μάζευα όλα αυτά τα χρόνια.
Δεν έχω κανέναν στον κόσμο. Όταν έφυγα στο Κάιρο, κάθε μήνα έστελνα μια ανώνυμη επιταγή στην γυναίκα που μεταμόρφωσε το μαξιλάρι σε παιδί με τη βοήθεια μου. Δεν ήθελα να του λείπει τίποτα. Τριακόσια δολάρια στην αρχή. Μετά από τρία χρόνια, πεντακόσια. Περνούσαν τα χρόνια. Στα δέκα χρόνια έφυγε μια φίλη μου από το Κάιρο, αφού παντρεύτηκε με έναν Αιγύπτιο, να φτιάξουν τη ζωή τους στην Ελλάδα. Στη Θεσσαλονίκη. Αγόρασα ένα σταυρό πλατινένιο με ένα μικρό διαμαντάκι καρφωμένο στη μέση και μια όμορφη αλυσίδα. Την παρακάλεσα να πάει να δώσει το σταυρό στον μικρό, από μια θεία που λείπει χρόνια στο εξωτερικό. Μόνο αντάλλαγμα που ήθελα, μια φωτογραφία. Είχα να τον δω εννιάμισι χρόνια. Μου είχαν στείλει μια φωτογραφία όταν ήταν τεσσάρων χρόνων. Πήγε. Βρήκε το σπίτι. Βρήκε τη γυναίκα. Δεν βρήκε το παιδί. Είχε πεθάνει, όπως μου ‘γραψε, στα πέντε του από μηνιγγίτιδα. Ήταν θέλημα θεού. Το κήδεψαν από την Παναγία Δέξια και το θάψανε σ΄ ένα χωριό κοντά στη Δράμα. Δεν θυμόταν πού. Χάθηκε. Χάθηκα.
Παράτησα τη δουλειά. Για κάποιο διάστημα έγινα αλκοολική. Μετά συνήλθα κάπως κι έφυγα στο Τελ Αβίβ με έναν από τους αγαπητικούς μου. Τα υπόλοιπα στα είπα. Δεν ξέρω πότε θα έρθουν στα χέρια σου αυτά που τώρα γράφω. Ξέρω όμως ότι δεν θ’ αργήσουν.
Δεν έχω κανένα στον κόσμο χαμπίμπι. Κι εκείνο το βράδυ των γενεθλίων σου που κράτησα το πρόσωπό σου στα χέρια μου και σε φίλησα, μου είχες πει ότι σου θύμισα τη μητέρα σου. Έτσι αγκάλιαζε κι αυτή με τα δάχτυλα το προσωπάκι σου και σε φιλούσε όταν ήσουν μικρός. Όταν ζούσε. Μου χάρισες τα φιλιά που ήθελε ίσως να μου χαρίσει ο γιος μου. Σου χάρισα αυτά που θα ήθελε σίγουρα η μητέρα σου. Έτσι όρισε ο θεός. Έτσι έγινε.
Άνα μπαχέμπακ*. Είχα ορκιστεί να το πω ελληνικά μόνο όταν αντάμωνα το γιο μου. Να του ανάβεις ένα κεράκι στην Παναγία Δέξια όταν θυμάσαι. Καλή τύχη αγόρι μου.
Ελένη Κανελλοπούλου
Στην υγειά σου χαμπίμπι είπα και ήπια μια γουλιά νερό. Φιλιά στη μανούλα.
Το μπαράκι που άνοιξα το ονόμασα «Μέλισσα». Κάθε βράδυ κερνάω τον κόσμο σφηνάκια με ουίσκι και μέλι. Μέλι καθαρό, θυμαρίσιο.
*σ’ αγαπώ